- σιφώνων
- σῑφώνων , σίφωνtubemasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρστ — (Karst). Περιοχή των ανατολικών Άλπεων, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στη Σλοβενία, ενώ ένα μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Ιταλία. Το Κ. ορίζεται Α από τους ποταμούς Βιπάκο (Βιπάβα) και Τιμάβο (Ρέκα), ενώ φτάνει στα Δ έως τη νοητή ευθεία που… … Dictionary of Greek
σιφωνάτωρ — ορος, ο, ΝΜ [σίφων] (στο Βυζάντιο) ο χειριστής τών σιφώνων με τους οποίους εξακοντίζονταν το υγρό πυρ από τους βυζαντινούς δρόμωνες … Dictionary of Greek